Η είδηση έγραφε: “σε λίγο δεν θα υπάρχουν άστεγοι στη Φινλανδία”. Πώς τα κατάφεραν; Πώς γίνεται να έλυσαν ένα πρόβλημα κοινό στις περισσότερες μεγάλες πόλεις του κόσμου; Το 2007, λέει, το Φινλανδικό κράτος έβαλε στόχο να πάει τον αριθμό των αστέγων στη χώρα στο μηδέν μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Την επόμενη χρονιά ξεκίνησαν το πρόγραμμα “Housing First” -“Σπίτι Πρώτα”, το οποίο ακολουθούσε μια καινοτόμα μεθοδολογία: αντί να βρίσκουν δουλειές στους άστεγους, ή να τους δίνουν βραχυπρόθεσμη στέγαση σε δομές φιλοξενίας, βοηθήματα ή επιδόματα, τους έδιναν κάτι άλλο: σπίτι.
Συγκεκριμένα, συστάθηκε ένας οργανισμός ο οποίος έχτιζε ή αγόραζε και ανακαίνιζε μικρά διαμερίσματα με χαμηλότοκα δάνεια, και μετά τα απέδιδε σε άστεγους, οι οποίοι έμεναν εκεί, πληρώνοντας χαμηλό ενοίκιο μετά από ένα διάστημα. Η ιδέα είναι ότι πρώτα πρέπει να λυθεί το πρόβλημα της ασφαλούς και αυτόνομης στέγης γι’ αυτούς τους ανθρώπους, και μετά έπονται όλα τα άλλα. Στη συνέχεια στελέχη του οργανισμού προσέφεραν και συμβουλευτικές υπηρεσίες για αιτήσεις για εργασία και επιδόματα, καθώς και άλλες μορφές στήριξης και, ως εκ θαύματος, έχοντας τα απολύτως βασικά, οι άνθρωποι έβρισκαν το δρόμο τους. Το αποτέλεσμα του προγράμματος ήταν εντυπωσιακό. 4 στους 5 ωφελούμενους κατόρθωσαν να μείνουν στο σύστημα, να βρουν δουλειές, σε κάποιες περιπτώσεις να μετακομίσουν και σε καλύτερη μόνιμη στέγη. Πλέον σε ολόκληρη τη χώρα υπολογίζεται ότι υπάρχουν λιγότεροι από 1000 άστεγοι, από 18.000 τη δεκαετία του 1980. Προγράμματα της φιλοσοφίας του “Σπίτι Πρώτα” έχουν δοκιμαστεί και σε πολλές άλλες χώρες, με παρόμοια αποτελέσματα. Είναι κοστοβόρα, βεβαίως. Κοστίζουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ όλα αυτά τα σπίτια. Ξέρετε τι άλλο είναι κοστοβόρο, όμως; Η αστεγία. Το κόστος της αστυνόμευσης, της εγκληματικότητας, της πίεσης στο σύστημα υγείας, οι εξωτερικότητες της δημόσιας ασφάλειας, της ελκυστικότητας μιας πόλης ως τουριστικού προορισμού, της απώλειας εργατικού δυναμικού. Στη Φινλανδία, χάρη στο πρόγραμμα αυτό, το κράτος δαπανά 15.000 ευρώ λιγότερα ανά ωφελούμενο, από ό,τι δαπανούσε πριν.
Ωραία όλα αυτά, και αισιόδοξα. Μακάρι να λειτουργούσε και στην Ελλάδα ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αλλά αυτό δεν είναι το αντικείμενο του σημερινού άρθρου. Διαβάζοντας τα αποτελέσματα του “Housing First” η πρώτη μου αντίδραση δεν ήταν “α, μπράβο τους, πάλι καλά τα έκαναν οι Σκανδιναβοί” αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό: κάτι έχει πάει πάρα πολύ στραβά στον κόσμο μας. Κάπου το έχουμε πάρει το πράγμα λάθος. Το σκέφτηκα και τον προηγούμενο μήνα, περπατώντας στο Λονδίνο, βλέποντας σωρούς από πλαστικές σακούλες που δεν ήταν σκουπίδια, αλλά αυτοσχέδιες κατασκευές αστέγων που κοιμούνταν στο πεζοδρόμιο υπό βροχή. To 2% του πληθυσμού του Λονδίνου καταγράφονται ως “άστεγοι”, σχεδόν 5000 άνθρωποι κάθε μέρα κοιμούνται στο δρόμο. Και βέβαια, κάθε μέρα το θυμόμαστε και στην Αθήνα, όπου το πρόβλημα είναι λιγότερο έντονο, αλλά επίσης εμφανές. Το ερώτημα είναι πιο βασικό και θεμελιώδες. Πώς είναι αυτό να είναι κάτι που έχουμε επιτρέψει να συμβαίνει;
Δεν είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Δεν ζούσαν πάντα οι άνθρωποι έτσι.
Το 17ο αιώνα, όταν διάφορες φυλές της βόρειας Αμερικής ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους Ευρωπαίους αποίκους, έπαθαν πολιτισμικό σοκ. Μέλη των Χιούρον, μιας φυλής που ζούσε στις όχθες της λίμνης Οντάριο, δεν μπορούσαν να συλλάβουν ότι υπάρχει κάτι που τους περιέγραψαν ότι υπάρχει στις γαλλικές πόλεις: ζητιάνοι. Οι Μίκμακ θεωρούσαν τους Γάλλους αγροίκους, ζηλόφθονες και κακότροπους, και τους έκανε ιδιαίτερα μεγάλη εντύπωση ότι δεν μοιράζονταν τον πλούτο και την τροφή, με αποτέλεσμα μέλη της κοινότητάς τους να πεινάνε -κάτι που θεωρούσαν αδιανόητο και απάνθρωπο.
Αλλά και πολυάριθμες άλλες κοινότητες από όλο τον κόσμο ζούσαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχουμε συνηθίσει εμείς ως δεδομένο. Κάτι άλλαξε κάποια στιγμή, κάποιος παράγοντας μπήκε σε κάποιες από τις ανθρώπινες κοινωνίες και άλλαξε τα κίνητρα και τις προτεραιότητές μας. Το ποιος ήταν αυτός παράγοντας και το τι πήραν οι κοινωνίες σε αντάλλαγμα, είναι θέμα για άλλο άρθρο. Αλλά κάποια στιγμή κάπως ελήφθη η απόφαση ότι αυτό το πράγμα είναι φυσιολογικό. Η ιδέα ότι υπάρχουν μεταξύ μας άνθρωποι, μέλη της κοινότητας στην οποία έχουμε επιλέξει να ζούμε, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε και μένουν να πεινάνε στους δρόμους μας φαίνεται κάτι φυσιολογικό. Στενάχωρο, μεν, αλλά μέρος της κανονικότητας. Πυροδοτεί συναισθήματα, θα θέλαμε να μην συμβαίνει, μπορεί και να μας ωθεί να αγοράσουμε και κανένα τεύχος της “Σχεδίας”. Αλλά μέχρι εκεί. Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Κάποιοι έχουν και κάποιοι δεν έχουν. Δεν γίνεται αλλιώς. Όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε στα παιδιά μας, που κοιτάζουν τους ανθρώπους αυτούς με απορία, τι είναι αυτό που βλέπουν, βεβαίως, όλες και όλοι το καταλαβαίνουμε: πάνω στην προσπάθεια, μέσα στις αδέξιες δικαιολογίες μας, συνειδητοποιούμε ότι αυτό το πράγμα δεν στέκει. Ότι δεν βγάζει νόημα. Δεν υπάρχει δικαιολογία. Κάτι θεμελιωδώς λάθος υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο έχουμε επιλέξει να ζούμε μαζί. Οπότε μπράβο στους Φινλανδούς, αλλά με τα ωραία τους μέτρα καταπολεμούν το σύμπτωμα. Το πρόβλημα, κι εκεί και παντού, παραμένει άλυτο.
Θοδωρής Γεωργακόπουλος 08.03.2025
Πηγή: “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”