Οι τελευταίοι κτηνοτρόφοι της Πίνδου

Μειώνονται οι μεταβατικοί κτηνοτρόφοι, αυτοί που από τα προϊστορικά χρόνια κινούνται κάθετα, από τα βουνά στους κάμπους, καλοκαίρι-χειμώνα κι αυτό σημαίνει την αρχή του τέλους ενός τρόπου ζωής, την απαρχή της ερημοποίησης.
Βασίλης Νιτσιάκος*    16.01.2025

«Πέρνα τα, βλάμη μ’, πέρνα τα
αυτά τα μονοπάτια
γιατί δεν τα ξαναπερνάς,
καημένε βλάμη μου…»

Ποιος το περίμενε πως οι στίχοι αυτού του παλιού κυρατζίδικου τραγουδιού (κυρατζίδικα είναι τα αργά και μακρόσυρτα τραγούδια της στράτας, που τραγουδούσαν οι Βλάχοι συνοδεύοντας τα κοπάδια τους), που αναφέρεται σε ένα κακό όνειρο που προμήνυε το τέλος ενός κυρατζή, θα ταίριαζε σήμερα σαν εφιάλτης όχι σε κάποια αναγγελία, αλλά στο ίδιο το διαφαινόμενο τέλος των μεταβατικών κτηνοτρόφων, αυτών που από τα προϊστορικά χρόνια κινούνται κάθετα, από τα βουνά στους κάμπους, καλοκαίρι-χειμώνα, σ’ ένα αέναο εκκρεμές με ορόσημα χρονικά τους καβαλάρηδες Αγίους, τον Αϊ-Γιώργη και τον Αϊ-Δημήτρη.
Και όμως, χρόνο με τον χρόνο κλείνουν τα μονοπάτια, καθώς λιγοστεύουν εκείνοι οι τελευταίοι που δεν τα ξαναπερνούν. Το αιώνιο διάβα φαίνεται να μην είναι και τόσο αιώνιο. Οι άνοιξες έρχονται ξανά και ξανά, μα φαίνεται πως οι Βλάχοι, οι Σαρακατσάνοι, και όσοι άλλοι, δεν βγαίνουν στα βουνά. Κι οι λίγοι που απέμειναν προτιμούν τον «μαραζιάρη» κάμπο.
Όχι χωρίς λόγο. Από τη μια οι ταλαιπώριες, η δύσκολη και στιγματισμένη για τους νέους ζωή, που δεν βρίσκουν καν γυναίκες να τους ακολουθήσουν, κι από την άλλη ο εκσυγχρονισμός: προγράμματα, σύγχρονοι στάβλοι, αρμεκτικές μηχανές, τεχνολογικοί εξοπλισμοί, ακόμα και αλλαγές στις ράτσες των ζώων (τη θέση των παλιών ανθεκτικών φυλών παίρνουν νέες, πιο αποδοτικές, αλλά ανίκανες να επιβιώσουν στα κακοτράχαλα βουνά και στις σχετικές καιρικές συνθήκες).
Είναι και το άλλο νέο δεδομένο: η αντικατάσταση των αιγοπροβάτων με βοοειδή, χάρη στις νέες κατευθύνσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Τα βοοειδή έχουν άλλες ανάγκες και υπαγορεύουν νέους κτηνοτροφικούς κανόνες. Ανατρέπεται γενικά η παλιά τάξη πραγμάτων, όχι μόνο ο τρόπος μεταφοράς, που από καιρό γίνεται κατεξοχήν με νταλίκες. Εντάσεις για τη χρήση των βοσκότοπων, διαμαρτυρίες των αιγοπροβατοτρόφων για την καταστροφική για τα βοσκοτόπια παρουσία των αγελάδων, και πάει λέγοντας.
Κι οι καβαλάρηδες Άγιοι, ο ένας που τους μάζευε κι άλλος που τους σκορπούσε, έχασαν το μέτρο. Ο χρόνος μετριέται αλλιώς. Με ηλεκτρονικά χρονόμετρα. Κι ο καιρός, κι αυτός ελέγχεται αλλιώς. Με κλιματιζόμενους στάβλους. Και τα δεφτέρια χάθηκαν. Κτηνοτροφικοί υπολογιστές στα γραφεία δίπλα στα τεράστια ντεπόζιτα για την τεράστια παραγωγή βιομηχανικού γάλακτος.
Και όλα αυτά τι σημαίνουν; Πώς διαγράφεται το μέλλον; Αν σκεφτούμε ότι το ανθρωπογενές περιβάλλον, το κτηνοτροφικό παραγωγικό και πολιτισμικό τοπίο είναι προϊόν ενός «διαλόγου» των κτηνοτρόφων και όχι μόνο με το φυσικό περιβάλλον σε μια μακρά χρονική διάρκεια, το τέλος αυτού του «διαλόγου» σημαίνει όχι μόνο την αρχή του τέλους ενός τρόπου ζωής, ενός πολιτισμού, αλλά και την απαρχή της ερημοποίησης.
Αυτό που φαινομενικά είναι για κάποιους «ανάκαμψη της φύσης», για τους ίδιους τους κατοίκους του ορεινού χώρου δεν είναι παρά «ερημιά», «ζούγκλα». «Ρήμαξε ο τόπος» είναι η φράση που αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που έρχεται, εάν δεν ανατραπεί αυτή η πορεία θανάτου της μετακινούμενης κτηνοτροφίας.

*Ο κ. Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και συγγραφέας (Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας, Πλέθρον 1995, Εξουσία, εργασία και μνήμη σε τρία χωριά της Ηπείρου, Πλέθρον 1997, σε συνεργασία, Τα ποτάμια της Ηπείρου. Δρόμοι των νερών, των ανθρώπων και των πολιτισμών, Ν.Α.Ι. 2001 και Οδυσσέας 2004, σε συνεργασία, κ.ά.).
Πηγή: Γαστρονόμος